μεγαλοτεχνος

μεγαλοτεχνος
    μεγαλότεχνος
    μεγᾰλό-τεχνος
    2
    весьма искусный Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μεγαλοτεχνος" в других словарях:

  • μεγαλότεχνος — μεγαλότεχνος, ον (Α) 1. αυτός που μεγαλουργεί στην τέχνη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεγαλότεχνον το υψηλό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + τέχνη (πρβλ. υψηλό τεχνος)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλότεχνον — μεγαλότεχνος engineer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»